- επεμβατισμός
- επεμβατισμός, ο και επεμβασισμός, οθεωρία, σύμφωνα με την οποία το κράτος μπορεί να επεμβαίνει στις ιδιωτικές υποθέσεις ή στις διαφορές άλλων κρατών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.